αναθεωρητικός

αναθεωρητικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που είναι αρμόδιος για την αναθεώρηση: Αναθεωρητική Βουλή (αυτή που έχει το δικαίωμα να αναθεωρήσει το σύνταγμα). – Αναθεωρητικό δικαστήριο (βλ. αναθεώρηση).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναθεωρητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αναθεώρηση ή ο αρμόδιος γι αυτήν (π.χ. «αναθεωρητική Βουλή») 2. αυτός που επιφέρει αναθεώρηση (π.χ. «αναθεωρητική απόφαση δικαστηρίου») 3. ο μη προσηλωμένος στις δογματικές αρχές, στις δογματικές αυστηρότητες ενός… …   Dictionary of Greek

  • αναθεωρητής — ο αυτός που αναθεωρεί, που εξετάζει για δεύτερη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεωρώ. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον πληθυντικό (ἀναθεωρηταί*) από τον Αδαμάντιο Κοραή το 1830. ΠΑΡ. αναθεωρητικός] …   Dictionary of Greek

  • ρεβιζιονιστικός — ή, ό, Ν [ρεβιζιονιστής] αυτός που έχει σχέση με τον ρεβιζιονισμό, αναθεωρητικός …   Dictionary of Greek

  • δευτεροβάθμιος — α, ο 1. αυτός που έρχεται δεύτερος σε βαθμό, δεύτερη σειρά: Υπηρετεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. 2. (νομ.), ο αναθεωρητικός, ο ανώτερος από τον πρωτοβάθμιο: Θα αποταθώ σε δευτεροβάθμια επιτροπή, για να βρω το δίκιο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”